διετέλεσαν

διετέλεσαν
διατελέω
bring quite to an end
aor ind act 3rd pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Ελλάδα - Φιλοσοφία και Σκέψη — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ Η φιλοσοφία ως κατανοητικός λόγος Όταν κανείς δοκιμάζει να προσεγγίσει την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, πρωτίστως έρχεται αντιμέτωπος με το ερώτημα για τη γένεσή της. Πράγματι, η νέα ποιότητα των φιλοσοφικών θεωρήσεων της… …   Dictionary of Greek

  • Λουζινιάν — (Lusignan). Επώνυμο οικογένειας Γάλλων ευγενών, που στην πλειοψηφία τους διετέλεσαν κόμητες της Μαρς και της Ανγκουλέμ, ενώ ένας κλάδος της αποτέλεσε βασιλική δυναστεία της Κύπρου (1192 1474), κατά τη διάρκεια της φραγκοκρατίας του νησιού·… …   Dictionary of Greek

  • κιβωτός — I Ορεινός οικισμός (υψόμ. 680 μ., 708 κάτ.) του νομού Γρεβενών. Βρίσκεται στο βόρειο τμήμα του νομού, στα όρια με τον νομό Κοζάνης, 21 χλμ. Β της πόλης των Γρεβενών. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ηρακλεωτών. II Ακατοίκητη νησίδα στον Αργοσαρωνικό …   Dictionary of Greek

  • Ακαδημία ή Ακαδήμεια — Προάστιο της αρχαίας Αθήνας, στον έξω Κεραμεικό, κοντά στην όχθη του Κηφισού στα νότια του Ιππίου Κολωνού (βλ. λ. Κολωνός). Το όνομά του το πήρε από τον πρώτο του οικιστή, τον ήρωα Ακάδημο (ή Εκάδημο). Η Α. ήταν ιερό άλσος, που το τείχισε τον 6ο… …   Dictionary of Greek

  • Αλεξάνδρεια — I (αιγυπτ. Al Iskandariyah, διεθν. Alexandria).Πόλη (3.806.300 κάτ. το 2002) της Αιγύπτου, η δεύτερη κατά σειρά μεγέθους και το σπουδαιότερο λιμάνι της. Βρίσκεται στη βορειοδυτική κορυφή του Δέλτα του Νείλου σε μια στενή γλώσσα ξηράς, που χωρίζει …   Dictionary of Greek

  • Ανατολική Ρωμυλία — Περιοχή (35.000 τ. χλμ.) της βόρειας Θράκης μεταξύ Αίμου, Ροδόπης και Εύξεινου Πόντου, που ανήκει στη Βουλγαρία. Με απόφαση της συνθήκης του Βερολίνου (1878) η Βουλγαρία διχοτομήθηκε με τη γραμμή του Αίμου και ο όρος Νότια Βουλγαρία… …   Dictionary of Greek

  • Αρκάδιος — I (377 – 408 μ.Χ.). Αυτοκράτορας του Βυζαντίου (395 408).Ο πρώτος αυτοκράτορας του Βυζαντίου μετά την οριστική διαίρεση της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας από τον πατέρα του Θεοδόσιο τον Μέγα σε ανατολικό και δυτικό τμήμα. Με αδύνατο χαρακτήρα, άβουλος… …   Dictionary of Greek

  • Γκελεστάθης, Νικόλαος — (Δεσφίνα Φωκίδας 1930 –). Πολιτικός. Απόφοιτος της νομικής, έγινε στη συνέχεια δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω. Εξελέγη για πρώτη φορά βουλευτής της Νέας Δημοκρατίας το 1981 και έκτοτε εκλέγεται αδιάλειπτα βουλευτής του κόμματος. Ο πατέρας του… …   Dictionary of Greek

  • Δέγλερης — Επώνυμο αθηναϊκής οικογένειας, μέλη της οποίας διετέλεσαν ηγούμενοι στη μονή Πεντέλης από τον 16o αι. και μετά. Ο πρώτος της οικογένειας των Δ. που ηγουμένευσε στη μονή ήταν ο ιεροδιάκονος Ιερόθεος, που διαδέχτηκε το 1578 τον ιδρυτή και πρώτο… …   Dictionary of Greek

  • ΕΣΗΕΑ — (Ένωση Συντακτών Ημερησίων Εφημερίδων Αθηνών). Επαγγελματικό σωματείο των δημοσιογράφων που εργάζονται στις ημερήσιες εφημερίδες των Αθηνών. Ιδρύθηκε το 1914 ως Ένωσις Συντακτών, ενώ τη σημερινή ονομασία έλαβε με τροποποίηση του καταστατικού της …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”